λυκώδης

λυκώδης
-ες (Α λυκώδης, -ῶδες) [λύκος]
αυτός που μοιάζει με λύκο, λυκοειδής, λυκόμορφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυκώδης — wolf like masc/fem acc pl (attic epic doric) λυκώδης wolf like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λυκώδης wolf like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκώδους — λυκώδης wolf like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”